τασλάτημα
(ουσ. ουδ.)
τασ̑λάτημα
[taʃˈlatima]
Φάρασ.
τασλάτισμα
[tasˈlatizma]
Σινασσ.
Από το θ. τασ̑λατη- του ρ. τασ̑λατώ, τύπ. του ρ. τασ̑λατίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Πετροβολισμός
Φάρασ.
2. Λάξευση
Σινασσ.