ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τασλίκι (ουσ. ουδ.) τασ̑λίκ [taʃˈlik] Φλογ. τασ̑λίχι [taʃˈliçi] Φάρασ. ντασλίγ̇ι [daʃˈlɯɣɯ] Φλογ. ντασ̑λίκ [daʃˈlik] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. taşlık = πρόλοβος, όπου και διαλεκτ. τύπ. daşlık και daşlıh (THADS, λ. daşlıh, daşlık I).
Πρόλοβος πτηνoὐ ό.π.τ. : Kατάλαβεν που έφαεν το τασ̑λίκ που είχ' λίρες (Κατάλαβε ότι είχε φάει το στομάχι του πουλιού που γένναγε λίρες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812