ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τασλαντίζω (I) (ρ.) Αόρ. τασλάdισα [tasˈladɯsa] Αραβαν. Από τον αόρ. tasladı του τουρκ. ρ. taslamak = α) παριστάνω β) ως διαλεκτ. σημ., κατασκοπεύω.
Κατασκοπεύω κάποιον, παρακολουθώ κάποιον κρυφά Αραβαν. : Όνdεν έπ’καν το γάμος, το καμήλ’ και το κορίσ̑’ πήγαν σο σπίσ̑’ τουν, ερυό-τρία μέρες τα χιζμεκιάρια κυρφάς τασλάdιζαν ντα (όταν έγινε ο γάμος, το καμηλάκι και το κορίτσι πήγαν στον σπίτι τους, δυο-τρεις μέρες οι υπηρέτες κρυφά τους παρακολουθούσαν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. ακολουθώ, κισιφλετίζω