τασλαντίζω (I)
(ρ.)
Αόρ.
τασλάdισα
[tasˈladɯsa]
Αραβαν.
Από τον αόρ. tasladı του τουρκ. ρ. taslamak = α) παριστάνω β) ως διαλεκτ. σημ., κατασκοπεύω.
Κατασκοπεύω κάποιον, παρακολουθώ κάποιον κρυφά
Αραβαν.
:
Όνdεν έπ’καν το γάμος, το καμήλ’ και το κορίσ̑’ πήγαν σο σπίσ̑’ τουν, ερυό-τρία μέρες τα χιζμεκιάρια κυρφάς τασλάdιζαν ντα
(όταν έγινε ο γάμος, το καμηλάκι και το κορίτσι πήγαν στον σπίτι τους, δυο-τρεις μέρες οι υπηρέτες κρυφά τους παρακολουθούσαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
ακολουθώ, κισιφλετίζω