κισιφλετίζω
(ρ.)
κ͑ισ̑ιφλετίζω
[kʰiʃifleˈtizo]
Τσουχούρ., Φάρασ.
κ͑ισ̑ιφλα̈τίζω
[kʰiʃflæˈtizo]
Αφσάρ.
κ͑ισ̑ιφλετώ
[kʰiʃifleˈto]
Φάρασ.
κ͑ισ̑ιφλα̈τώ
[kʰiʃflæˈto]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. kişiflemek = α) κατασκοπεύω, β) παρακολουθώ κάποιον κρυφά (THADS, λ. kişiflemek ΙΙ), και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Παρακολουθώ κρυφά
:
Θωρεί τι 'ς τ' ε' σπήος 'ποπέσου κ͑ισ̑ιφλετίζει τα α 'ρκούδι
(Βλέπει ότι μέσα από μιά σπηλιά την παρακολουθεί μιά αρκούδα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Πήνι λεΐκ-κου παρτσ̑είκ-κου, τσ̑αι κ͑ισ̑ιφλετίσκιν να ιδούμι ο Τούρκους 'α βγκεί όξου
(Πήγε λιγάκι παρακεί, και παραμόνεψε να δει αν ο Τούρκος θα βγει έξω)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Συνών.
τασλαντίζω
2. Κρυφακούω
Συνών.
ανακρούμαι