ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κισιφλετίζω (ρ.) κ͑ισ̑ιφλετίζω [kʰiʃifleˈtizo] Τσουχούρ., Φάρασ. κ͑ισ̑ιφλα̈τίζω [kʰiʃflæˈtizo] Αφσάρ. κ͑ισ̑ιφλετώ [kʰiʃifleˈto] Φάρασ. κ͑ισ̑ιφλα̈τώ [kʰiʃflæˈto] Αφσάρ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. kişiflemek = α) κατασκοπεύω, β) παρακολουθώ κάποιον κρυφά (THADS, λ. kişiflemek ΙΙ), και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Παρακολουθώ κρυφά : Θωρεί τι 'ς τ' ε' σπήος 'ποπέσου κ͑ισ̑ιφλετίζει τα α 'ρκούδι (Βλέπει ότι μέσα από μιά σπηλιά την παρακολουθεί μιά αρκούδα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Πήνι λεΐκ-κου παρτσ̑είκ-κου, τσ̑αι κ͑ισ̑ιφλετίσκιν να ιδούμι ο Τούρκους 'α βγκεί όξου (Πήγε λιγάκι παρακεί, και παραμόνεψε να δει αν ο Τούρκος θα βγει έξω) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Συνών. τασλαντίζω
2. Κρυφακούω Συνών. ανακρούμαι