κισκαντίζω
(ρ.)
qισγκαντίζω
[qisgan'dizo]
Μαλακ.
γ̇ισχανdίζω
[ɣisxanˈdizo]
Αφσάρ.
γι̂σκανdι̂́ζω
[ɣɯskan'dɯzo]
Αραβαν.
qι̂σqανdώ
[qɯskanˈdo]
Φλογ.
gι̂σκανdού
[gɯskan'du]
Ουλαγ.
γι̂σκανdώ
[ɣɯskanˈdo]
Σίλ.
γ̇ισχαντι-έω
[ɣisxadiˈeo]
Φάρασ.
Παρατατ.
gι̂σκάνdινισ̑κα
[gɯˈskandiniʃka]
Ουλαγ.
Αόρ.
κι̂στσ̑άνσα
[kɯs'tʃansa]
Τελμ.
qι̂σqάνσα
[qɯˈsqansa]
Φλογ.
κι̂σκάνσα
[kɯˈskansa]
Γούρδ.
γ̇ισχάντ'σα
[ɣiˈsxantsa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. kıskanmak = ζηλεύω.
Ζηλεύω
ό.π.τ.
:
Πατέρα τ' κι̂σκάνσεν ντο και γκρεύισ̑κε να το πάρ'
(Ο πατέρας του ζήλεψε ότι ήθελε να την παντρευτεί)
Γούρδ.
-Dawk.
Του κοριτσ̑ιού τ’ αδέλφια κι̂στσ̑άνσαν
(Του κοριτσιού τα αδέλφια ζήλεψαν)
Τελμ.
-Dawk.
Ιτό Ανάσ̑ας πολύ γκιοζέλ 'τον, αναλίγ̇ι τ' γκισκάνdiνισ̑κεν ντο, κρέισ̑κε ντα φσ̑άγια να ντα σκοτώσ'
(Αυτή η Αναστασία ήταν πολύ όμορφη, η μητριά της την ζήλευε, ήθελε τα παιδιά να τα σκοτώσει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Βασιλιός qι̂sqάνσεν το βεζύρ' με το ναίκα τ', ασ' το ποίκαν παιδί κιμόνο
(Ο βασιλιάς ζήλεψε το βεζύρη και την γυναίκα του, επειδή έκαναν αρσενικό παιδί)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
ζηλεύω