ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κισκαντίζω (ρ.) qισγκαντίζω [qisgan'dizo] Μαλακ. γ̇ισχανdίζω [ɣisxanˈdizo] Αφσάρ. γι̂σκανdι̂́ζω [ɣɯskan'dɯzo] Αραβαν. qι̂σqανdώ [qɯskanˈdo] Φλογ. gι̂σκανdού [gɯskan'du] Ουλαγ. γι̂σκανdώ [ɣɯskanˈdo] Σίλ. γ̇ισχαντι-έω [ɣisxadiˈeo] Φάρασ. Παρατατ. gι̂σκάνdινισ̑κα [gɯˈskandiniʃka] Ουλαγ. Αόρ. κι̂στσ̑άνσα [kɯs'tʃansa] Τελμ. qι̂σqάνσα [qɯˈsqansa] Φλογ. κι̂σκάνσα [kɯˈskansa] Γούρδ. γ̇ισχάντ'σα [ɣiˈsxantsa] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. kıskanmak = ζηλεύω.
Ζηλεύω ό.π.τ. : Πατέρα τ' κι̂σκάνσεν ντο και γκρεύισ̑κε να το πάρ' (Ο πατέρας του ζήλεψε ότι ήθελε να την παντρευτεί) Γούρδ. -Dawk. Του κοριτσ̑ιού τ’ αδέλφια κι̂στσ̑άνσαν (Του κοριτσιού τα αδέλφια ζήλεψαν) Τελμ. -Dawk. Ιτό Ανάσ̑ας πολύ γκιοζέλ 'τον, αναλίγ̇ι τ' γκισκάνdiνισ̑κεν ντο, κρέισ̑κε ντα φσ̑άγια να ντα σκοτώσ' (Αυτή η Αναστασία ήταν πολύ όμορφη, η μητριά της την ζήλευε, ήθελε τα παιδιά να τα σκοτώσει) Ουλαγ. -Κεσ. Βασιλιός qι̂sqάνσεν το βεζύρ' με το ναίκα τ', ασ' το ποίκαν παιδί κιμόνο (Ο βασιλιάς ζήλεψε το βεζύρη και την γυναίκα του, επειδή έκαναν αρσενικό παιδί) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. ζηλεύω