κιρμιζί
(επίθ.)
κι̂ρμι̂ζί
[qɯrmɯˈzi]
Αραβαν., Τελμ.
γκι̂ρμι̂dζι̂́
[gɯrmɯ'dzɯ]
Ουλαγ., Σεμέντρ.
Από το μεσν. επίθ. κιρμιζής (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ. ή περσ.) επίθ. kırmızı = κόκκινος, όπου και διαλεκτ. τύπ. gırmızı.