ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιρμιζί (επίθ.) κι̂ρμι̂ζί [qɯrmɯˈzi] Αραβαν., Τελμ. γκι̂ρμι̂dζι̂́ [gɯrmɯ'dzɯ] Ουλαγ., Σεμέντρ. Από το μεσν. επίθ. κιρμιζής (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ. ή περσ.) επίθ. kırmızı = κόκκινος, όπου και διαλεκτ. τύπ. gırmızı.
Κόκκινος ό.π.τ. : Ήρτε το κι̂ρμι̂ζί το λερό, και έgνωσέν ντο (Το κόκκινο νερό ήρθε και την ξύπνησε) Αραβαν. -Dawk. Φόραινε κι̂ρμι̂ζιά παπούτσια (Φορούσε κόκκινα παπούτσια) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αλ, αληθινός, γιζίλι, σαρής