κισιφλέτημα
(ουσ. ουδ.)
κ͑ισ̑ιφλέτημα
[kʰiʃiˈfletima]
Φάρασ.
κ͑ισ̑ιφλα̈́τημα
[kʰiʃiˈflætima]
Αφσάρ.
Από το ρ. κισιφλετίζω, όπου και τύπ. κ͑ισ̑ιφλετώ και κ͑ισ̑ιφλα̈τώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Παρακολούθηση, κρυφάκουσμα