ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιρλί (επίθ.) κιρλί [cirˈli] Σίλατ. κιρλού [cirˈlu] Ανακ., Μαλακ. Πληθ. κιρλούδια [cirˈluðʝa] Μαλακ. Από το τουρκ. επίθ. kirli = βρώμικος.
Βρώμικος ό.π.τ. : Έλα να λουστείς, κιρλού να μην είσαι (Έλα να λουστείς, να μην είσαι βρώμικο) Ανακ. -Κωστ.Α. Τασ̑ύ κιρλί μη είσαι, να μη Σιβώτ’ς κλάσ’ το κεφάλ’ σ’ (Να μην είσαι βρώμικος αύριο, για να μη σου κλάσει ο Σιφώτης το κεφάλι) Σίλατ. -Νίγδ.-Σταμ. Συνών. βρωμιάρης, κιοτού, μποκλούς