ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιρέτσι (ουσ. ουδ.) κιρέτσ̑' [ciˈretʃ] Ανακ., Φλογ. κιρέσ̑' [ciˈreʃ] Ανακ., Φλογ. κιράτσ̑ι [ciˈratʃi] Τσουχούρ., Φάρασ. κερέσ̑' [ceˈreʃ] Μισθ. κιαρέτσ' [caˈrets] Μισθ. τσ̑ιρέτσ̑' [tʃiˈretʃ] Τσαρικ. Νεότ. ουσ. κιρέτσι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kireç = ασβέστης (< περσ. girac), όπου και διαλεκτ. τύπ. kireş.
Ασβέστης ό.π.τ. : Να σβήσουμε ντου κερέσ̑' (Να λιώσουμε τον ασβέστη) Μισθ. -Κοτσαν. Το σπίτ' μας ομbρό με το κιρέσ̑' σουβαλούνε (Μπροστά στο σπίτι μας σοβαντίζουν με ασβέστη) Φλογ. -Dawk. Κούντ'σαν τα σο τσ̑οκούρ', έθικαν κι ένα τένεκα κιρέσ̑ι απάνω (Τις έρριξαν στον λάκκο, περιέχυσαν κι ένα ντενεκέ ασβέστη από πάνω) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Έκαψαν κιρέτσ̑', ήβ'ραν μαστόρ', κάλφες, εργάτ' και πασ̑λάτ'σαν σο χτίσ̑ιμο (Έκαψαν ασβέστη, έφεραν μαστόρους, καλφάδες, εργάτες και άρχισαν να χτίζουν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811