κιρέτσι
(ουσ. ουδ.)
κιρέτσ̑'
[ciˈretʃ]
Ανακ., Φλογ.
κιρέσ̑'
[ciˈreʃ]
Ανακ., Φλογ.
κιράτσ̑ι
[ciˈratʃi]
Τσουχούρ., Φάρασ.
κερέσ̑'
[ceˈreʃ]
Μισθ.
κιαρέτσ'
[caˈrets]
Μισθ.
τσ̑ιρέτσ̑'
[tʃiˈretʃ]
Τσαρικ.
Νεότ. ουσ. κιρέτσι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kireç = ασβέστης (< περσ. girac), όπου και διαλεκτ. τύπ. kireş.
Ασβέστης
ό.π.τ.
:
Να σβήσουμε ντου κερέσ̑'
(Να λιώσουμε τον ασβέστη)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το σπίτ' μας ομbρό με το κιρέσ̑' σουβαλούνε
(Μπροστά στο σπίτι μας σοβαντίζουν με ασβέστη)
Φλογ.
-Dawk.
Κούντ'σαν τα σο τσ̑οκούρ', έθικαν κι ένα τένεκα κιρέσ̑ι απάνω
(Τις έρριξαν στον λάκκο, περιέχυσαν κι ένα ντενεκέ ασβέστη από πάνω)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Έκαψαν κιρέτσ̑', ήβ'ραν μαστόρ', κάλφες, εργάτ' και πασ̑λάτ'σαν σο χτίσ̑ιμο
(Έκαψαν ασβέστη, έφεραν μαστόρους, καλφάδες, εργάτες και άρχισαν να χτίζουν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811