κιπρί
(ουσ. ουδ.)
κιπρί
[ciˈpri]
Αραβαν., Φλογ.
Πληθ.
κιπρίδια
[ciˈpriðʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. kirpi = σκαντζόχοιρος, όπου και διαλεκτ. τύπ. kipri (THADS, λ. kipri I).
Σκαντζόχοιρος
ό.π.τ.