κιπρίκι
(ουσ. ουδ.)
κιπρίκι
[ciˈprici]
Φάρασ.
κ͑ιρπ͑ίκι
[kʰirˈpʰici]
Φάρασ.
κιπρίκ'
[ciˈprik]
Ουλαγ.
κιbρίκ'
[ciˈbrik]
Μαλακ.
κ͑ιbρίτσι
[kʰiˈbritsi]
Σίλ.
κιπρίτσ̑'
[ciˈpritʃ]
Μισθ.
κ͑ιbρίτσ̑'
[kʰiˈbritʃ]
Μισθ.
κιοπρούτσ̑'
[coˈprutʃ]
Μισθ.
τσ̑ιbρίκι
[tʃiˈbrici]
Δίλ.
τσ̑ιbρίκ
[tʃiˈbrik]
Ανακ.
κιπρίκα
[ciˈprika]
Αφσάρ., Κίσκ.
κιρπίτια
[cirˈpitça]
Σινασσ., Φερτάκ.
Από το τουρκ. ουσ. kirpik = α) βλεφαρίδα β) φρύδι, όπου και διαλεκτ. τύπ. kiprik, kibrik.
1. Βλεφαρίδα
Ανακ., Αφσάρ., Δίλ., Κίσκ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Ντέπικα εΐξιν γκιουζελίμ κιοπρούτσ̑α
(Η Δέσποινα είχε όμορφες βλεφαρίδες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Tου ματιού μας τα κιρπίτια
(Oι βλεφαρίδες του ματιού μας)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β