ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιπρίκι (ουσ. ουδ.) κιπρίκι [ciˈprici] Φάρασ. κ͑ιρπ͑ίκι [kʰirˈpʰici] Φάρασ. κιπρίκ' [ciˈprik] Ουλαγ. κιbρίκ' [ciˈbrik] Μαλακ. κ͑ιbρίτσι [kʰiˈbritsi] Σίλ. κιπρίτσ̑' [ciˈpritʃ] Μισθ. κ͑ιbρίτσ̑' [kʰiˈbritʃ] Μισθ. κιοπρούτσ̑' [coˈprutʃ] Μισθ. τσ̑ιbρίκι [tʃiˈbrici] Δίλ. τσ̑ιbρίκ [tʃiˈbrik] Ανακ. κιπρίκα [ciˈprika] Αφσάρ., Κίσκ. κιρπίτια [cirˈpitça] Σινασσ., Φερτάκ. Από το τουρκ. ουσ. kirpik = α) βλεφαρίδα β) φρύδι, όπου και διαλεκτ. τύπ. kiprik, kibrik.
1. Βλεφαρίδα Ανακ., Αφσάρ., Δίλ., Κίσκ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. : Ντέπικα εΐξιν γκιουζελίμ κιοπρούτσ̑α (Η Δέσποινα είχε όμορφες βλεφαρίδες) Μισθ. -Κοτσαν. Tου ματιού μας τα κιρπίτια (Oι βλεφαρίδες του ματιού μας) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β
2. Βλέφαρο Μισθ., Ουλαγ. Συνών. καπάκι
3. Φρύδι Μισθ., Φάρασ. : Έεις μεγάλα κιπρίτσ̑α (Έχεις μεγάλα φρύδια) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γάσι, φρύδι :1
Συνών. γάσι, κιπρίκι