κιουφλεντουρντίζω
(ρ.)
κ͑ουφλενdουρντίζω
[kʰuflendurˈdιzo]
Φάρασ.
κ͑ουφλα̈νdουρντίζω
[kʰuflændurˈdizo]
Αφσάρ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. küflendirmek = κάνω κάτι να μουχλιάσει.
Προκαλώ μούχλιασμα, κάνω κάτι να μουχλιάσει
ό.π.τ.