κιουρεντίζω
(ρ.)
κουριdίζω
[kuriˈdizo]
Αξ.
κϋρεdού
[cyreˈdu]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. küremek = φτυαρίζω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Φτυαρίζω
Ουλαγ.
β.
Φτυαρίζω τα χιόνια από την επίπεδη στέγη ενός οικήματος
Αξ.