κιοτσέκι
(ουσ. ουδ.)
κιοτσέτσ'
[coˈtsets]
Μισθ., Τσαρικ.
κιοτσ̑άσ'
[coˈtʃas]
Μισθ., Τσαρικ.
κιουτσέτσ'
[cuˈtsets]
Τσαρικ.
Από το τουρκ. ουσ. köçek = α) χορευτής β) είδος μουσικού σκοπού.
Παραδοσιακός χορός των κατοίκων του Μιστί και του Τσαρικλί (Κόνιαλι, χορός των κουταλιών).
ό.π.τ.
:
Κιοτσάτσ' μι τα ζίλια
(Χορός με ζίλια)
Τσαρικ.
-Καραλ.