ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιοτσέκι (ουσ. ουδ.) κιοτσέτσ' [coˈtsets] Μισθ., Τσαρικ. κιοτσ̑άσ' [coˈtʃas] Μισθ., Τσαρικ. κιουτσέτσ' [cuˈtsets] Τσαρικ. Από το τουρκ. ουσ. köçek = α) χορευτής β) είδος μουσικού σκοπού.
Παραδοσιακός χορός των κατοίκων του Μιστί και του Τσαρικλί (Κόνιαλι, χορός των κουταλιών). ό.π.τ. : Κιοτσάτσ' μι τα ζίλια (Χορός με ζίλια) Τσαρικ. -Καραλ.