κιουλχαντζής
(ουσ. αρσ.)
κϋλχανdζ̑ής
[cylxanˈdzis]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. külhancı = θερμαστής του νερού στο χαμάμ.
Θερμαστής
:
Ένα μέρα κϋλχανdζ̑ήζ λέι κι «Φτενά ξ̑ύλα και μαλαχτά έχω πολλά»
(Μια μέρα ο θερμαστής λέει: «Έχω (ως καύσιμα) πολλά λεπτά ξυλαράκια και ξερές κοπριές».)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.