ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιουλχαντζής (ουσ. αρσ.) κϋλχανdζ̑ής [cylxanˈdzis] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. külhancı = θερμαστής του νερού στο χαμάμ.
Θερμαστής : Ένα μέρα κϋλχανdζ̑ήζ λέι κι «Φτενά ξ̑ύλα και μαλαχτά έχω πολλά» (Μια μέρα ο θερμαστής λέει: «Έχω (ως καύσιμα) πολλά λεπτά ξυλαράκια και ξερές κοπριές».) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.