κιοτλουκιά
(ουσ. θηλ.)
κӧτλϋκιά
[køtløˈca]
Σίλατ.
Από το ουσ. κιοτουλούκι, όπου και τύπ. κιӧτϋλΰχ', και το παραγωγ. επίθμ. -ιά (ΙΙ).
Κακοτυχία
:
Και το χρόνο ήτον κӧτλϋκιά
(Κι εκείνος ο χρόνος ήταν κακή χρονιά)
Σίλατ.
-Dawk.