κιοσές
(ουσ.)
κιοσέ
[coˈse]
Τροχ.
κιο̈σέ
[cøˈse]
Ουλαγ.
κϋσέ
[cyˈse]
Αραβαν., Αφσάρ., Ουλαγ.
κοσές
[koˈses]
Αξ.
κοσάς
[koˈsas]
Φάρασ.
κοσά
[koˈsa]
Μισθ.
Πληθ.
κοσάδες
[koˈsaðes]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. köse = σπανός, όπου και διαλεκτ. τύπ. kosa.
Σπανός
ό.π.τ.
:
Αν πάτ' ντο τσ̑ι̂ρακλι̂́κ', ντα κϋσέα με σταήτ'
(Αν πάτε για μαθητεία, μην καθήσετε σε σπανούς)
Ουλαγ.
-Dawk.
'σείς σο κϋσέ σακ͑αλού τσ̑ιράχος μη στάσ'τι
(Εσείς μην πάτε για μαθητεία σε σπανό)
Αφσάρ.
-Dawk.
'γώ στον τατά μου είμαι ταbελλούς να μη ποίκω αλισβερίσι μο τις κοσάδες
(Eγώ είμαι δεσμευμένος απέναντι στον πατέρα μου να μην έχω συναλλαγές με σπανούς)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Πιρμή με δώσ' αν οκούτι, θέκνεις αν γκοσάς σον γκω μου
(Πριν μου δώσεις μιά συμβουλή, μου βάζεις έναν σπανό (πέος) στον κώλο μου˙ κάνεις ότι με βοηθάς αλλά στην πραγματικότητα με βλάπτεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
τουισούλης