ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιοσές (ουσ.) κιοσέ [coˈse] Τροχ. κιο̈σέ [cøˈse] Ουλαγ. κϋσέ [cyˈse] Αραβαν., Αφσάρ., Ουλαγ. κοσές [koˈses] Αξ. κοσάς [koˈsas] Φάρασ. κοσά [koˈsa] Μισθ. Πληθ. κοσάδες [koˈsaðes] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. köse = σπανός, όπου και διαλεκτ. τύπ. kosa.
Σπανός ό.π.τ. : Αν πάτ' ντο τσ̑ι̂ρακλι̂́κ', ντα κϋσέα με σταήτ' (Αν πάτε για μαθητεία, μην καθήσετε σε σπανούς) Ουλαγ. -Dawk. 'σείς σο κϋσέ σακ͑αλού τσ̑ιράχος μη στάσ'τι (Εσείς μην πάτε για μαθητεία σε σπανό) Αφσάρ. -Dawk. 'γώ στον τατά μου είμαι ταbελλούς να μη ποίκω αλισβερίσι μο τις κοσάδες (Eγώ είμαι δεσμευμένος απέναντι στον πατέρα μου να μην έχω συναλλαγές με σπανούς) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Πιρμή με δώσ' αν οκούτι, θέκνεις αν γκοσάς σον γκω μου (Πριν μου δώσεις μιά συμβουλή, μου βάζεις έναν σπανό (πέος) στον κώλο μου˙ κάνεις ότι με βοηθάς αλλά στην πραγματικότητα με βλάπτεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. τουισούλης