κινατίζω
(ρ.)
Αόρ.
qι̂νάτ'σα
[qɯˈnatsa]
Φλογ.
γ̇ιν-νατίζω
[ɣinnaˈtizo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. kınamak = επικρίνω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Επικρίνω
ό.π.τ.
:
Κόσμος qι̂νάτ'σεν τα, έφτ'σεν κι αναθεμάτ'σεν
(Ο κόσμος τους επέκρινε, τους έφτυσε και τους αναθεμάτισε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
αγιπλατίζω, γαριέζω :1, γαχουρλαΐζω, κόφτω, λογαριάζω