κιμπιρλού
(επίθ.)
κιbιρλού
[cibirˈlu]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επιθ. kibirli = υπερήφανος, αλαζόνας.
1. Φιλότιμος
2. Αλαζόνας
Συνών.
καυχησιάρης, μαϊταπτζής