ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιμιλνταντίζω (ρ.) κι̂μι̂λνταdι̂́ζω [kɯmɯldaˈdɯzo] Σεμέντρ. Από το τουρκ. ρ. kımıldamak = κουνιέμαι ελαφρά, αναδεύομαι.
Κουνιέμαι : 'ς το τσ̑ουβάλ΄ μέσα ένα σέι κι̂μι̂λνταdι̂́ζ’ (Κάτι κινείται μέσα στο τσουβάλι) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283 Συνών. σαλεύω