κιμιλνταντίζω
(ρ.)
κι̂μι̂λνταdι̂́ζω
[kɯmɯldaˈdɯzo]
Σεμέντρ.
Από το τουρκ. ρ. kımıldamak = κουνιέμαι ελαφρά, αναδεύομαι.
Κουνιέμαι
:
'ς το τσ̑ουβάλ΄ μέσα ένα σέι κι̂μι̂λνταdι̂́ζ’
(Κάτι κινείται μέσα στο τσουβάλι)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283
Συνών.
σαλεύω