κιλντάνι
(ουσ. ουδ.)
κι̂λντάνι
[kɯlˈdani]
Φάρασ.
κι̂λτάνι
[kɯlˈtani]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. kildan = χάλκινο δοχείο για το σαπούνι και γενικά είδη του μπάνιου (< περσ. gildān), όπου και διαλεκτ. τύπ. gildan = α) μικρό ταψί β) κούπα.
Κούπα ή γαβάθα
ό.π.τ.
:
Ήφαρε αν γκιλντάνι γλυτσ̑ύ γα, έθατσ̑εν ντα σο κουλαdζ̑ι μπρο ν’dα φά’
(Έφερε μιά γαβάθα γλυκό γάλα, το απόθεσε μπροστά στο φιδάκι να το φάει)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Θωρεί τι το κι̂λντάνι του φιδού 'έμει χουωρά λίρες
(Βλέπει ότι η γαβάθα του φιδιού είναι γεμάτη χρυσές λίρες)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Λίψασα, φέρι μ' 'α κι̂λτάνι νερό
(Δίψασα, φέρε μου μιά κούπα νερό)
Σίλ.
-ΑΠΥ-Bağr.