ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιλντάνι (ουσ. ουδ.) κι̂λντάνι [kɯlˈdani] Φάρασ. κι̂λτάνι [kɯlˈtani] Τσουχούρ. Από το τουρκ. ουσ. kildan = χάλκινο δοχείο για το σαπούνι και γενικά είδη του μπάνιου (< περσ. gildān), όπου και διαλεκτ. τύπ. gildan = α) μικρό ταψί β) κούπα.
Κούπα ή γαβάθα ό.π.τ. : Ήφαρε αν γκιλντάνι γλυτσ̑ύ γα, έθατσ̑εν ντα σο κουλαdζ̑ι μπρο ν’dα φά’ (Έφερε μιά γαβάθα γλυκό γάλα, το απόθεσε μπροστά στο φιδάκι να το φάει) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Θωρεί τι το κι̂λντάνι του φιδού 'έμει χουωρά λίρες (Βλέπει ότι η γαβάθα του φιδιού είναι γεμάτη χρυσές λίρες) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Λίψασα, φέρι μ' 'α κι̂λτάνι νερό (Δίψασα, φέρε μου μιά κούπα νερό) Σίλ. -ΑΠΥ-Bağr.