κιλίτσι
(ουσ. ουδ.)
κ͑ι̂λίτσ̑ι
[kʰɯˈlitʃi]
Φάρασ.
κ͑ι̂λίdζ̑ι
[kʰɯˈlidʒi]
Φάρασ.
κ͑ıλι̂́τσ̑'
[kʰɯˈlɯtʃ]
Μαλακ., Ουλαγ.
κϋλΰτσ̑'
[cyˈlytʃ]
Δίλ., Φλογ.
γιλίτσ̑ι
[ʝiˈlitʃi]
Φάρασ., Φκόσ.
γ̇ι̂λι̂́τσ̑’
[ɣɯˈlɯtʃ]
Αξ.
γουλάτσ̑ι
[ɣuˈlatʃi]
Μισθ.
γουλούτσ̑'
[ɣuˈlutʃ]
Μισθ.
γλϋντζί
[ɣlinʹdzi]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. kılıç = α) σπαθί β) εξάρτημα του άροτρου. Η σημ. 4 λόγω της ομοιότητας στο σχήμα.
1. Σπαθί
Μαλακ., Ουλαγ., Φάρασ.
:
Ατζ̑είνο του τζ̑ένσε ο βασιλός σο μαχτσούμι το κ͑ι̂λίdζ̑ι, είσ̑εν ντα ο τσ̑οbάνος
(Ο βοσκός είχε εκείνο το σπαθί με το οπ. ο βασιλιάς είχε προσπαθήσει να σκοτώσει το μωρό)
Φάρασ.
-Dawk.
Έβγκαλεν ντο κ͑λαμαν ντου, το κ͑ι̂λίτσ̑ιν ντου· τζ̑ένσε ντο μαχτσούμι να πεθάνει. Ατζ̑εί Αλάχ ταραφıνdάν το κ͑ıλίτσ̑ι πήγε στραβά
(Έβγαλε το μαχαίρι του, το σπαθί του· μαχαίρωσε το μωρό για να πεθάνει. Με την παρέμβαση του Θεού, αυτό το σπαθί ξαστόχησε)
Φάρασ.
-Dawk.
Έμε π'κέ με ένα τϋφέκ' γκαι 'να κ͑ι̂λι̂́τσ̑'· ογώ σκοτώνω το
(Ετοίμασέ μου ένα τουφέκι κι κι ένα σπαθί, κι εγώ τον σκοτώνω)
Ουλαγ.
-Dawk.
Τα λερά σ̑ερέ τα, άντζελους πλυνίσ̑κ' το γουλάτσ̑ι τ'
(Τα νερά χύνε τα, ο άγγελος πλένει το σπαθί του, ενν. αφού πάρει την ψυχή κάποιου· πρόληψη)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πήε αμπρός τους, μαζί μι τ' χαϊβάνιν του, μέγα του γλϋντζί, ταϊάντζησι ομπρός τους
(Πήγε μπροστά τους, μαζί με το άλογό του, το μεγάλο του σπαθί, σταμάτησε μπροστά τους)
Σίλ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Συνών.
σπαθί :1
2. Εξάρτημα του αρότρου, η σπάθα
Δίλ., Φκόσ., Φλογ.
3. Εξάρτημα του ελαιοπιεστηρίου
Φλογ.
4. Παγοκρύσταλλο, σταλακτίτης πάγου που σχηματίζεται στα παγωμένα δένδρα ή στα κεραμίδια των σπιτιών
Δίλ., Μισθ.
:
Ακούμ' πολύ πάους ντέ 'νι, γουλούτσ̑α ντέ πιασαμ'
(Ακόμα δεν κάνει πολύ κρύο, οι στέγες δεν έχουν πιάσει κρυστάλλους)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
λιλίτσι, μανάλι :3