ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιλέ (ουσ. ουδ.) κιλέ [ciˈle] Μισθ. κ͑ιλέ [kʰiˈle] Αξ., Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. kile (< αραβ. keyle) = δοχείο και μέτρο όγκου των σιτηρών (36, 5 κιλά).
Μονάδα για την μέτρηση του σιταριού, περίπου 200 οκάδες ό.π.τ. : Ντεκαέξ τενικιάια ένα κιλέ (Δεκαέξι ντενεκέδες (στάρι ήταν) ένα κιλέ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ