κιλέ
(ουσ. ουδ.)
κιλέ
[ciˈle]
Μισθ.
κ͑ιλέ
[kʰiˈle]
Αξ., Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. kile (< αραβ. keyle) = δοχείο και μέτρο όγκου των σιτηρών (36, 5 κιλά).
Μονάδα για την μέτρηση του σιταριού, περίπου 200 οκάδες
ό.π.τ.
:
Ντεκαέξ τενικιάια ένα κιλέ
(Δεκαέξι ντενεκέδες (στάρι ήταν) ένα κιλέ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ