κιλτές
(ουσ. αρσ.)
κ͑ιλτα̈́ς
[kʰilˈtæs]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kilte = α) δεμάτι β) πόρπη γ) κουμπί (THADS, λ. kilte III).
Μεγάλο κουμπί σακακιού ή παλτού.