κίλι (II)
(ουσ. ουδ.)
κίλ'
[cil]
Αραβ., Τροχ.
qι̂́λ'
[qɯl]
Μαλακ., Φλογ.
γουλ'
[ɣul]
Μισθ., Τσαρικ.
Πληθ.
qι̂́λια
[ˈqɯʎa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. kıl = τρίχα.
Τρίχα
ό.π.τ.
:
Κατσίκας το κίλ'
(Μαλλί κατσίκας)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Σου τσ̑ουφάλι τ’ γούλ' ντεν έχ'
(Δεν έχει τρίχα στο κεφάλι του )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ετό έχ' πολλά qι̂́λια
(Αυτός έχει πολλές τρίχες, είναι τριχωτός)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ναίκα τ’ ντώκιν δου απ’ τα μαλλιά τ’ ’να γούλ’
(Η γυναίκα του του έδωσε από τα μαλλιά της μιά τρίχα)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
ίνα, τσάρι, τρίχα :1