ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κίλι (II) (ουσ. ουδ.) κίλ' [cil] Αραβ., Τροχ. qι̂́λ' [qɯl] Μαλακ., Φλογ. γουλ' [ɣul] Μισθ., Τσαρικ. Πληθ. qι̂́λια [ˈqɯʎa] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. kıl = τρίχα.
Τρίχα ό.π.τ. : Κατσίκας το κίλ' (Μαλλί κατσίκας) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Σου τσ̑ουφάλι τ’ γούλ' ντεν έχ' (Δεν έχει τρίχα στο κεφάλι του ) Μισθ. -Κοτσαν. Ετό έχ' πολλά qι̂́λια (Αυτός έχει πολλές τρίχες, είναι τριχωτός) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ναίκα τ’ ντώκιν δου απ’ τα μαλλιά τ’ ’να γούλ’ (Η γυναίκα του του έδωσε από τα μαλλιά της μιά τρίχα) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. ίνα, τσάρι, τρίχα :1