κιζτιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
γ̇ιστι-έσιμα
[ɣistiˈesima]
Φάρασ.
Από το ρ. κιζτώ, όπου και τύπ. γιστι-έω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Εξόργιση