ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιζτώ (ρ.) qι̂ζτώ [qɯzˈto] Μαλακ. γ̇ιστι-έω [ɣistiˈeo] Φάρασ. Αόρ. qι̂́ζσα [ˈqɯzsa] Μαλακ. γίστζησα [ˈʝistzisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. kızmak = α) θυμώνω, εξοργίζομαι β) για εύφλεκτα υλικά, πυρακτώνω, πυρώνομαι γ) για ζώα, επιθυμώ ζευγάρωμα.
Θυμώνω, εκνευρίζομαι, «φουντώνω» Συνών. θυμώνω, μαυρώνω :3, νταριλντίζω :1, ορκελεντώ, φουμίζω :1