κιζτώ
(ρ.)
qι̂ζτώ
[qɯzˈto]
Μαλακ.
γ̇ιστι-έω
[ɣistiˈeo]
Φάρασ.
Αόρ.
qι̂́ζσα
[ˈqɯzsa]
Μαλακ.
γίστζησα
[ˈʝistzisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. kızmak = α) θυμώνω, εξοργίζομαι β) για εύφλεκτα υλικά, πυρακτώνω, πυρώνομαι γ) για ζώα, επιθυμώ ζευγάρωμα.
Θυμώνω, εκνευρίζομαι, «φουντώνω»
Συνών.
θυμώνω, μαυρώνω :3, νταριλντίζω :1, ορκελεντώ, φουμίζω :1