κίλι (I)
(ουσ. ουδ.)
κ͑ίλ
[kʰil]
Ανακ., Αξ., Φλογ.
κ͑ίλι
[ˈkʰili]
Σίλ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kil = αργιλλώδες χώμα κατάλληλο για πλύσιμο.
Είδος αργιλλώδους χώματος που χρησιμοποιείται στο πλύσιμο
ό.π.τ.
:
To κ͑ίλι, μιαν μπέτρα ουρανί, εριdζ̑ινόσ'κι χαρανί μέσα
(Το κίλι, μιά πέτρα θαλασσιά, έλιωνε μέσα στο καζάνι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πήρα νταdί, χαρανί πήρα, κ͑ίλι σαπούνι, πήγα, ήψα τα
(Πήρα δαδί, καζάνι πήρα, αργιλλόχωμα, σαπούνι, πήγα, (για μπουγάδα) τα άναψα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το κ͑ίλ φέρισ̑κάν το απόξω
(Το αργιλλόχωμα το έφερναν από άλλα μέρη)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812