ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κίλι (I) (ουσ. ουδ.) κ͑ίλ [kʰil] Ανακ., Αξ., Φλογ. κ͑ίλι [ˈkʰili] Σίλ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kil = αργιλλώδες χώμα κατάλληλο για πλύσιμο.
Είδος αργιλλώδους χώματος που χρησιμοποιείται στο πλύσιμο ό.π.τ. : To κ͑ίλι, μιαν μπέτρα ουρανί, εριdζ̑ινόσ'κι χαρανί μέσα (Το κίλι, μιά πέτρα θαλασσιά, έλιωνε μέσα στο καζάνι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πήρα νταdί, χαρανί πήρα, κ͑ίλι σαπούνι, πήγα, ήψα τα (Πήρα δαδί, καζάνι πήρα, αργιλλόχωμα, σαπούνι, πήγα, (για μπουγάδα) τα άναψα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Το κ͑ίλ φέρισ̑κάν το απόξω (Το αργιλλόχωμα το έφερναν από άλλα μέρη) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812