ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιλίφι (ουσ. ουδ.) κι̂λι̂́φ' [kɯˈlɯf] Αραβαν. κ͑'λίφι [ˈkʰlifi] Αραβαν. γι̂λι̂́φι [ɣɯˈlɯfi] Αραβαν. Νεότ. ουσ. κιλίφι (Mackridge 2021: 78), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kılıf = α) θήκη β) θηκάρι.
Θήκη ή θηκάρι Αραβαν. : Έμbη ένα ψελό ως εκεί απάνω αράπηζ μ’ ένα σαλντι̂ρμά σα χέρια τ’, χωρίς κι̂λι̂́φ' (Mπήκε ένας αράπης ψηλός ως εκεί απάνω, με ένα σπαθί στα χέρια του, χωρίς θηκάρι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. γούνι, δεκάρι