κιλίφι
(ουσ. ουδ.)
κι̂λι̂́φ'
[kɯˈlɯf]
Αραβαν.
κ͑'λίφι
[ˈkʰlifi]
Αραβαν.
γι̂λι̂́φι
[ɣɯˈlɯfi]
Αραβαν.
Νεότ. ουσ. κιλίφι (Mackridge 2021: 78), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kılıf = α) θήκη β) θηκάρι.