κιζτιρτίζω
(ρ.)
qι̂ζτι̂ρτίζω
[qɯztɯrˈtizo]
Μαλακ.
Αόρ.
qι̂ζτι̂́ρ'σα
[qɯzˈtɯrsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. kızdırmak = α) εκνευρίζω, εξοργίζω β) θερμαίνω, πυρακτώνω.
1. Eξοργίζω
Συνών.
γεμώνω :3, χολιάζω :1, χολιατουρντίζω
2. Πυρακτώνω