κιβράκι
(επίθ.)
κιβράκ'
[ciˈvrak]
Σίλατ., Σινασσ.
qι̂βράκ'
[qɯˈvrak]
Μαλακ.
κι̂βράχ
[kɯˈvrax]
Ανακ.
κϋβράγϋ
[kyˈvraɣy]
Σίλ.
γ̇ιβράχ̇ι
[ɣɯˈvraxi]
Φάρασ.
γουβράχ'
[ɣuˈvrax]
Σινασσ., Τζαλ.
Από το τουρκ. ουσ. kıvrak = α) ζωηρός β) βιαστικός γ) διαλεκτ., όμορφος, δ) λεπτή γάζα ή μεταξωτή μαντήλα ε) είδος μαύρου τσεμπεριού. Η σημ. ‘κρεπ ύφασμα’ στην τουρκική από το 1680 (Nişanyan 2002-2022, λ. kıvrak, Tietze 2016, λ. kıvrak II).
2. Ως ουσ., πολυτελές μαντήλι με πούλιες
Ανακ., Σίλατ., Σινασσ.
β.
Ειδικότ., νυφικό πέπλο, δώρο του γαμπρού, συχνά κόκκινου χρώματος
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Τζαλ.
γ.
To ύφασμα της τραχηλιάς
Σίλ.