κιαντά
(σύνδ.)
κιανdά
[canˈda]
Σίλ.
κιάνdα
[ˈcanda]
Σίλ.
Από τον σύνδ. και και το παλαιότ. και διαλεκτ. τουρκ. επίρρ. andan = α) ύστερα, στην συνέχεια β) εξαιτίας.
Ύστερα, έπειτα
:
Κιανdά κάσιτι
(Ύστερα κάθεται)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Mια ντομάdα κιανdά πατισ̑αχιού τ' παιρί λαεί του ότσ̑ι «'γώ σε υπάγου χουριό μου»
(Έπειτα από μία εβδομάδα το παιδί του βασιλιά τού λέει ότι «Εγώ θα πάω στο χωριό μου»)
Σίλ.
-Dawk.
Ιλκ αβάλ νταρι̂́λτζησιν τση, κιάνdα πόνησιν τση
(Στην αρχή την επέπληξε, μετά την λυπήθηκε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
|| Φρ.
Μεσ̑'μέρ' κιανdά
(Μετά το μεσημέρι˙ απόγευμα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6