κιάρι
(ουσ. ουδ.)
κιάρι
[ˈcari]
Σίλ.
κιάρ'
[car]
Μαλακ.
κ͑έρι
[ˈcʰeri]
Φάρασ.
κ͑α̈́ρι
[ˈcʰæri]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
τσάρ'
[tʃar]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. κιάρι (Mackridge 2021: 119), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kâr = κέρδος.
Πβ.
κιαρλούς
1. Κέρδος
ό.π.τ.
:
Χερτοϊνών ντους κιάρι έσικνιν ντα χώρια
(Συνήθιζε να ξεχωρίζει τα κέρδη του καθενός)
Σίλ.
-Dawk.
Ντου τσάρι τ' ποιο 'νι;
(Το κέρδος του ποιο είναι;)
Μισθ.
-Μακρ.
Συνών.
απολαβή :1, διάφορο :1, καζάντισμα
2. Εμπόριο
Φλογ.
:
Πήαν σο κιάρ', 'ς όργο, να καζαντήσουν παράδια
(Πήγαν στο εμπόριο, στην δουλειά, να βγάλουν χρήματα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812