ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιάρι (ουσ. ουδ.) κιάρι [ˈcari] Σίλ. κιάρ' [car] Μαλακ. κ͑έρι [ˈcʰeri] Φάρασ. κ͑α̈́ρι [ˈcʰæri] Αφσάρ., Τσουχούρ. τσάρ' [tʃar] Μισθ. Νεότ. ουσ. κιάρι (Mackridge 2021: 119), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kâr = κέρδος. Πβ. κιαρλούς
1. Κέρδος ό.π.τ. : Χερτοϊνών ντους κιάρι έσικνιν ντα χώρια (Συνήθιζε να ξεχωρίζει τα κέρδη του καθενός) Σίλ. -Dawk. Ντου τσάρι τ' ποιο 'νι; (Το κέρδος του ποιο είναι;) Μισθ. -Μακρ. Συνών. απολαβή :1, διάφορο :1, καζάντισμα
2. Εμπόριο Φλογ. : Πήαν σο κιάρ', 'ς όργο, να καζαντήσουν παράδια (Πήγαν στο εμπόριο, στην δουλειά, να βγάλουν χρήματα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812