ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιαμουρτίζω (ρ.) κιαμουρτίζου [camurˈtizu] Μισθ. γκιαμουρτώ [ɟamurˈto] Μισθ. καμουρντάω [kamurˈdao] Φάρασ. καμουρτάου [kamurˈtau] Φάρασ. Μτχ. κιαμουρτισμένου [camurtiˈzmenu] Μισθ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. kemirmek (< παλ. τουρκ. kemür-) = μασουλώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. gemirmek (Tietze 2016, kemür-/gemir-/kemir-).
1. Μασώ ό.π.τ. : Ντε μπορώ να γκιαμουρτήσω ντου κιριάς (Δεν μπορώ να μασήσω το κρέας) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γκαβντώ :1, μασιέμαι, τσινεντίζω :3
2. Ξερογλείφομαι Φάρασ.