κιάσκιαρα
(ουσ. θηλ.)
κιάσκιαρα
[ˈcascara]
Μισθ.
Πβ. ν.ε. διαλεκτ. τεσκερές = είδος ξύλινου φορείου που μεταφέρεται από δύο άτομα και χρησιμοποιείται για τη μεταφορά χώματος (Βιθυνία, Μακεδονία, Προποντίδα), το οπ. από το τουρκ. ουσ. teskere (< περσ. deskere) = α) φορείο β) παλαιότ., είδος ξύλινου φορείου που μεταφέρεται από δύο άτομα και χρησιμοποιείται για τη μεταφορά οικοδομικών υλικών, όπου και διαλεκτ. τύπ. keşkere (THADS, λ. keşgere, keşkere, Tietze 2019: teçkere).
Tο ξύλινο καρότσι με το οπ. κουβαλούσαν την κοπριά