κιζίρης
(ουσ. αρσ.)
γκιζίρης
[ɟiˈziris]
Φάρασ.
κιζίρ
[ciˈzir]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kizir (< περσ. gizīr ή gazīr)= βοηθός, υπαρχηγός, όπου και διαλεκτ. τύπ. gizir (Tietze 2016, gizir/kizir).
1. Υπηρέτης
:
Στέρου είπεν ντι τον γκιζίρη «Αμε, πε τα τις χωρώdοι σας, σ’ έρτουνε αδέ»
(Έπειτα είπε στον υπηρέτη «Πήγαινε, πες στους χωριανούς σου να έρθουν εδώ»)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
γούλι, μίσταργος :1, χαλαγίκι :1, χιζμετκιάρης
2. Αγροφύλακας
:
Είχαμε κιζίρ και σ’ αμbέλια και σα χωριά
(Είχαμε αγροφύλακα και στα αμπέλια και στα χωριά)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142