ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιζίρης (ουσ. αρσ.) γκιζίρης [ɟiˈziris] Φάρασ. κιζίρ [ciˈzir] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kizir (< περσ. gizīr ή gazīr)= βοηθός, υπαρχηγός, όπου και διαλεκτ. τύπ. gizir (Tietze 2016, gizir/kizir).
1. Υπηρέτης : Στέρου είπεν ντι τον γκιζίρη «Αμε, πε τα τις χωρώdοι σας, σ’ έρτουνε αδέ» (Έπειτα είπε στον υπηρέτη «Πήγαινε, πες στους χωριανούς σου να έρθουν εδώ») Φάρασ. -Dawk. Συνών. γούλι, μίσταργος :1, χαλαγίκι :1, χιζμετκιάρης
2. Αγροφύλακας : Είχαμε κιζίρ και σ’ αμbέλια και σα χωριά (Είχαμε αγροφύλακα και στα αμπέλια και στα χωριά) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142