ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπεκτσής (ουσ. αρσ.) μπεκτσ̑ής [bekˈtʃis] Αξ., Αφσάρ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Τροχ., Φάρασ., Φκόσ. μπεχτσής [bexˈtsis] Φλογ. μπα̈κτσ̑ής [bækˈtʃis] Μισθ. μπακτσ̑ής [bakˈtʃis] Ποτάμ. πεκτσ̑ής [pekˈtʃis] Τροχ., Φάρασ., Φλογ. πεχτσής [pexʹtsis] Σινασσ. Πληθ. πεκτζήδε [pekˈdziðe] Φλογ. μπεκτσ̑ήδοι [bekʹtʃiði] Μαλακ. μπεχτσ̑ήδοι [bexʹtʃiði] Σίλ. Νεότ. ουσ. μπεκτσής = (νυχτο)φύλακας, το οπ. από το τουρκ. ουσ. bekçi. H λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Φύλακας, αστυνόμος, αγροφύλακας ό.π.τ. : Kειότανε μπεχτσής σα καρπούζια, σα ναγγιριώνες (Ήταν αγροφύλακας στα καρπούζια, στα μποστάνια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Σου χωριό μας έιξαμ' ντυό μπα̈κτσία (Στο χωριό μας είχαμε δύο αγροφύλακες) Μισθ. -Κοτσαν. Ο μπεκτσ̑ής κρού’ αλία (Ο αγροφύλακας φωνάζει) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Τούρκηροι μπεχτσ̑ήδοι ήτανε (Οι Τούρκοι έκαναν τους αγροφύλακες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. μιράβ :2
Συνών. μπεκτσής