μπεκτσής
(ουσ. αρσ.)
μπεκτσ̑ής
[bekˈtʃis]
Αξ., Αφσάρ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Τροχ., Φάρασ., Φκόσ.
μπεχτσής
[bexˈtsis]
Φλογ.
μπα̈κτσ̑ής
[bækˈtʃis]
Μισθ.
μπακτσ̑ής
[bakˈtʃis]
Ποτάμ.
πεκτσ̑ής
[pekˈtʃis]
Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
πεχτσής
[pexʹtsis]
Σινασσ.
Πληθ.
πεκτζήδε
[pekˈdziðe]
Φλογ.
μπεκτσ̑ήδοι
[bekʹtʃiði]
Μαλακ.
μπεχτσ̑ήδοι
[bexʹtʃiði]
Σίλ.
Νεότ. ουσ. μπεκτσής = (νυχτο)φύλακας, το οπ. από το τουρκ. ουσ. bekçi. H λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Φύλακας, αστυνόμος, αγροφύλακας
ό.π.τ.
:
Kειότανε μπεχτσής σα καρπούζια, σα ναγγιριώνες
(Ήταν αγροφύλακας στα καρπούζια, στα μποστάνια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Σου χωριό μας έιξαμ' ντυό μπα̈κτσία
(Στο χωριό μας είχαμε δύο αγροφύλακες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ο μπεκτσ̑ής κρού’ αλία
(Ο αγροφύλακας φωνάζει)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Τούρκηροι μπεχτσ̑ήδοι ήτανε
(Οι Τούρκοι έκαναν τους αγροφύλακες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
μιράβ :2
Συνών.
μπεκτσής