μπεζιριώνας
(επίθ.)
μπεζιριώνας
[beziˈrʝonas]
Ανακ.
Από το ουσ. μπεζίρι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Αποτελούμενος από ή σχετιζόμενος με λινέλαιο
:
Μπεζιριώνας τσ̑ιρέκ'
(λυχνάρι που καίει λινέλαιο)
Ανακ.
-Cost.