μπαχτσεβάνος
(ουσ. αρσ.)
μπαχτσεβάνους
[baxtseˈvanus]
Μισθ.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. bahçıvan = κηπουρός ή περιβολάρης. Πβ. και νεότ. ουσ. μπαχτσεβάνης.
Αυτός ο οποίος ασχολείται με τον κήπο ή τον λαχανόκηπο