ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπεζίρι (ουσ. ουδ.) μπεζίρι [beˈziri] Σινασσ., Φάρασ. μπεζίρ' [beˈzir] Αξ., Δίλ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ., Τσελτ., Φλογ. πεζίρι [peˈziri] Αφσάρ., Ποτάμ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ. πεζ̑ίρι [peˈʒiri] Φάρασ. πεζίρ' [peˈzir] Σεμέντρ., Τσελτ. πιζίρι [piˈziri] Φάρασ. Νεότ. ουσ. μπεζίρι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. bezir = λιναρόσπορος. Η λ. και Πόντ. Θράκ.
Σησαμέλαιο, λινέλαιο ό.π.τ. : Τριφτίνκαν ντα μο του καντηλού το πεζ̑ίρι (Τον έτριβαν με του καντηλιού το σησαμέλαιο) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Πάνω στο σταυρόδρομο κι ένα καντήλι λαμπερό
Περνούν αλλοί, περνούν καλοί, πεζίρι το γεμίζουν
(Kάτω στο σταυροδρόμι είναι ένα καντήλι λαμπερό
Άλλοι περνούν, καλοί περνούν, λινέλαιο το γεμίζουν)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Συνών. σιρλίχ, Πβ. λάδι