ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπεκιάρης (ουσ. αρσ.) μπεκιάρης [beˈcaris] Μισθ., Σίλ. πεκα̈́ρης [peˈkæris] Φάρασ. πεκιάρ’ [peʹcar] Μαλακ., Φλογ. μπικίρ' [biˈcir] Τσαρικ. Πληθ. πεκιάρα [peˈcara] Μαλακ., Φλογ. Θηλ. μπεκιάρισσα [beˈcarisa] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. bekâr = εργένης.
1. Εργένης ό.π.τ. : Τ' εκεινάς ε μπεκιάρης (Εκείνος είναι μπεκιάρης) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σάν'νε σεγίρ να πεγιεντίσ'νε τα πεκιάρα σεμαδεμἐνια (Κάθονται και παρατηρούν για να διαλέξουν οι ανύπαντροι αρραβωνιαστικιά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 || Παροιμ. Ήμουν μπεκα̈́ρης, ήμουν χονκα̈́ρης, σεμαδεύτα, ενόμουν βεζίρης, παρεδόθα, ενόμουν ρεζίλης (Ήμουν ανύπαντρος, ήμουν χονκέρης, αρραβωνιάστηκα, έγινα βεζίρης, παντρεύτηκα, ρεζιλεύτηκα˙ τυχεροί όσοι μένουν ανύπαντροι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Παρθένα Τσαρικ.