μπεκτσιλίκι
(ουσ. ουδ.)
πεκτσ̑ίλίκι
[pektʃiˈlici]
Φάρασ.
πεκτζιλίκ’
[pektziʹlik]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. bekçilik = περιφρούρηση.
1. Αγροφυλακή
ό.π.τ.
2. Αμοιβή αγροφύλακα
Φλογ.
3. Φύλαξη, προστασία
Φάρασ.