ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπεκτσιλίκι (ουσ. ουδ.) πεκτσ̑ίλίκι [pektʃiˈlici] Φάρασ. πεκτζιλίκ’ [pektziˈlik] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. bekçilik = περιφρούρηση.
1. Αγροφυλακή ό.π.τ.
2. Αμοιβή αγροφύλακα Φλογ.
3. Φύλαξη, προστασία Φάρασ. Συνών. εσιρκέτημα, σαϊάς, φύλαγμα :1
Τροποποιήθηκε: 25/09/2024