μπεκλετίζω
(ρ.)
μπεκλετίζω
[bekleˈtizo]
Φάρασ.
πεκλετίζω
[pekleˈtizo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. beklemek = περιμένω. Πβ. ποντ. πεκλεεύω = περιμένω.
Περιμένω
:
Μπεκλετίσκαν την 'ράδα τουν να 'λέσουν το κοτσί
(Περίμεναν την σειρά τους να αλέσουν το σιτάρι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ατζεί πεκλετείνκεν ο ασλάνος μο το καπλάνι μάρτυρα
(Eκεί περίμενε το λιοντάρι με τον τίγρη για μάρτυρα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Συνών.
απαντέχω, βλέπω :3, γκιοζλετίζω, φυλάγω