γκιοζλετίζω
(ρ.)
γκιοζλαΐζου
[ɟozlaˈizu]
Μισθ., Τσαρικ.
κιοζλετίζω
[cozleˈtizo]
Φάρασ.
κοζλετίζου
[kozleˈtizu]
Φάρασ.
κοζλα̈τίζω
[kozlæˈtizo]
Αφσάρ.
κοζλετώ
[kozleˈto]
Τσουχούρ., Φάρασ.
κοζλετάου
[kozleˈtau]
Φάρασ.
κοζλα̈τώ
[kozlæˈto]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ρ. gözlemek (αόρ. gözledi) = περιμένω, όπου και διαλεκτ. τύπ. gozlemek, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Περιμένω, αναμένω κάποιον ή κάτι
ό.π.τ.
:
Κιοζλετίζω τσ̑αι 'τός πούτε τζ̑ο 'φάνη
(Περιμένω και αυτός δεν φάνηκε πουθενά)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Γκιοζλαΐζου ντου χαμπάρι σ'
(Αναμένω την απάντησή σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ελένα ντα φσ̑άχα να ντα γκιοζλαΐσ̑' μι;
(Η Ελένη τα παιδιά θα τα περίμενει άραγε;)
Μισθ.
-Φατ.
Να γκιοζλαΐσουμ' μι σειρά, να πάρουμ' ένα κουβά νερό
(Να περιμένουμε με την σειρά να πάρουμε έναν κουβά νερό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Γκιοζλαΐζουμ' δου μέγα να ποίκ' κανά φσ̑άχ'
(Περιμένουμε την μεγάλη να κάνει κανένα παιδί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σαμού γιαναστι-έσανι ατσ̑εί, γρέφτουνι ο Χατζήεφεντης κάθιτι κοζλετά ατιώνις
(Όταν έφτασαν εκεί, βλέπουν ότι ο Χατζηεφεντής κάθεται και τους περιμένει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
απαντέχω, βλέπω :3, στέκω, φυλάγω