ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκιορέ (πρόθ.) γκιο̈ρέ [ɟøˈre] Αξ., Σίλ. γκιορέ [ɟoˈre] Μισθ., Σατ., Φάρασ. γκιορα̈́ [ɟoˈræ] Φάρασ. κορέ [koˈre] Φάρασ. κορα̈́ [koˈræ] Φάρασ. κορά [koˈra] Φάρασ. Από την τουρκ. πρόθ. göre = σύμφωνα με, αναλόγως με, όπου και διαλεκτ. τύπ. gore, gora.
Ανάλογα, σύμφωνα με ό.π.τ. : Ντου λέει γκιορα̈́ (Σύμφωνα με αυτά που λέει) Μισθ. -Μακρ. || Παροιμ. 'ς το νταμάρι τ' γκιο̈ρέ παίρ'νε τ' όιμα τ' (Ανάλογα με την φλέβα του παίρνουνε το αίμα του˙ όταν ζητάμε από κάποιον κάτι που ξεπερνά τις δυνάμεις του) Αξ. -Μαυροχ. Χεγός 'ς το ιβουινί τ' γκιο̈ρέ ντίν' το ντουμάνι τ' (Ο Θεός ανάλογα με το βουνό δίνει την αντάρα του˙ ο Θεός δίνει τις περιπέτειες ανάλογα με την αντοχή του καθενός) Αξ. -Μαυροχ. Χέσ' το χέρ' σ' 'ς καργιά σ' κι ονά γκιο̈ρέ γκελέτζεψε (Βάλε το χέρι σου στην καρδιά σου και ανάλογα μίλα˙ γι' αυτόν που καταθέτει στο δικαστήριο) Αξ. -Μαυροχ. Σην αγκώνα σου κορα̈́ πανίν τζ̑ο δίτουν σε (Δεν σου πουλούν πανί σύμφωνα με δικό σου πήχη˙ δεν γίνονται τα πράγματα όπως θέλεις εσύ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
β. Ταιριαστά με Σατ. : Ση βασιλεία του 'πέσου κορίτσε σα παλληκάρα του γκιορέ τζ̑ο βρισκούσαντε (Μέσα στο βασίλειό του δεν υπήρχαν κορίτσια ταιριαστά με τα παλληκάρια του ) Σατ. -Παπαδ.