γκιορέ
(πρόθ.)
γκιο̈ρέ
[ɟøˈre]
Αξ., Σίλ.
γκιορέ
[ɟoˈre]
Μισθ., Σατ., Φάρασ.
γκιορα̈́
[ɟoˈræ]
Φάρασ.
κορέ
[koˈre]
Φάρασ.
κορα̈́
[koˈræ]
Φάρασ.
κορά
[koˈra]
Φάρασ.
Από την τουρκ. πρόθ. göre = σύμφωνα με, αναλόγως με, όπου και διαλεκτ. τύπ. gore, gora.
Ανάλογα, σύμφωνα με
ό.π.τ.
:
Ντου λέει γκιορα̈́
(Σύμφωνα με αυτά που λέει)
Μισθ.
-Μακρ.
|| Παροιμ.
'ς το νταμάρι τ' γκιο̈ρέ παίρ'νε τ' όιμα τ'
(Ανάλογα με την φλέβα του παίρνουνε το αίμα του˙ όταν ζητάμε από κάποιον κάτι που ξεπερνά τις δυνάμεις του)
Αξ.
-Μαυροχ.
Χεγός 'ς το ιβουινί τ' γκιο̈ρέ ντίν' το ντουμάνι τ'
(Ο Θεός ανάλογα με το βουνό δίνει την αντάρα του˙ ο Θεός δίνει τις περιπέτειες ανάλογα με την αντοχή του καθενός)
Αξ.
-Μαυροχ.
Χέσ' το χέρ' σ' 'ς καργιά σ' κι ονά γκιο̈ρέ γκελέτζεψε
(Βάλε το χέρι σου στην καρδιά σου και ανάλογα μίλα˙ γι' αυτόν που καταθέτει στο δικαστήριο)
Αξ.
-Μαυροχ.
Σην αγκώνα σου κορα̈́ πανίν τζ̑ο δίτουν σε
(Δεν σου πουλούν πανί σύμφωνα με δικό σου πήχη˙ δεν γίνονται τα πράγματα όπως θέλεις εσύ)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Ταιριαστά με
Σατ.
:
Ση βασιλεία του 'πέσου κορίτσε σα παλληκάρα του γκιορέ τζ̑ο βρισκούσαντε
(Μέσα στο βασίλειό του δεν υπήρχαν κορίτσια ταιριαστά με τα παλληκάρια του
)
Σατ.
-Παπαδ.