ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκιουζέλ (επίθ.) γκιουζέλ [ɟuˈzel] Αξ., Μισθ., Τροχ. γκιοζέλ [ɟoˈzel] Ουλαγ. γκιουζάλ [ɟuˈzal] Μισθ. κοτζέλ [koˈdzel] Ανακ. κουζέλι [kuˈzeli] Τσουχούρ., Φάρασ. κουζα̈́λι [kuˈzæli] Αφσάρ. γκιουζελίμ [ɟuzeˈlim] Μισθ. γκϋζελί [ɟyzeˈli] Αξ. Γεν. γκϋζελιδιού [ɟyzeliˈðʝu] Τελμ. Θηλ. κουζέλ'σσα [kuˈzelsa] Φάρασ. γκουζέλτσα [guˈzeltsa] Φάρασ. κουζέλτ͑σα [kuˈzeltʰsa] Φάρασ. κουζα̈́λτ͑σα [kuˈzæltʰsa] Αφσάρ. Ουδ. κουζέλικο [kuˈzeliko] Φάρασ. Πληθ. κουζέλα [kuˈzela] Τσουχούρ. Νεότ. ουσ. γκιουζέλ (Mackridge 2021: 63), το οπ. από το τουρκ. επιθ. güzel (< παλ. τουρκ. gözel) = ωραίος, όπου και διαλεκτ. τύπ. guzel, gozel και gözel. Οι θηλ. τύπ. με την προσθήκη του παραγ. επιθμ. -ισσα. Ο τύπ. γκιουζελίμ από το τουρκ. güzelim = ομορφιά μου, ως προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο.
Όμορφος, ωραίος ό.π.τ. : Γκιουζέλ 'νι ντου εβλάτι σ' (Όμορφος είναι ο γιός σου) Μισθ. -Κοτσαν. Ογλούμ γκιουζάλ (Παιδί μου, όμορφη) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πολύ γκιοζέλ 'τον (Πολύ όμορφη ήταν) Ουλαγ. -Αναστασ. Ηύραν ένα κορίσ̑, ντουνιά γκουζελί (Βρήκαν ένα κορίτσι, το ομορφότερο στον κόσμο) Γούρδ. -Αναστασ. Γκιουζελίμ ναίκα 'νι (Όμορφη γυναίκα είναι) Μισθ. -Κοτσαν. Έσ̑’ τρία κ͑ελέσ̑α κορτσόκκα, κουζέλα κορτσόκκα (Έχει τρία όμορφα κορίτσια, ωραία κορίτσια) Τσουχούρ. -VLACH Τα λένκαμε Μαργαρίτα, Σταυρούλα, Χιονέρ'σσα, Κουζέλ'σσα. (Τα (ζώα μας τα) ονομάζαμε Μαργαρίτα, Σταυρούλα, Χιονάτη, Όμορφη) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Γκιουζέλ σερνικός, γκιουζέλ ναίκα (Όμορφος άντρας, όμορφη γυναίκα) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Ντϋνιά γκϋζελί (Του κόσμου η πιο ωραία˙ πεντάμορφη) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αγγελικός :2, καλός, κελέσης :1, όμορφος, χόσι :1
β. Το θηλ. ως ουσ., όμορφη κοπέλα Αφσάρ., Φάρασ. : Ήντουνε σο φιλάνι το χωρίο αν γκουζέλτσα που ντε τζ̑οὔdουνε (Σ' ένα συγκεκριμένο χωριό υπήρχε μιά όμορφη κοπέλα, που σαν αυτήν ποτέ δεν είχε υπάρξει άλλη ) Φάρασ. -Dawk.