γκιουζέλ
(επίθ.)
γκιουζέλ
[ɟuˈzel]
Αξ., Μισθ., Τροχ.
γκιοζέλ
[ɟoˈzel]
Ουλαγ.
γκιουζάλ
[ɟuˈzal]
Μισθ.
κοτζέλ
[koˈdzel]
Ανακ.
κουζέλι
[kuˈzeli]
Τσουχούρ., Φάρασ.
κουζα̈́λι
[kuˈzæli]
Αφσάρ.
γκιουζελίμ
[ɟuzeˈlim]
Μισθ.
γκϋζελί
[ɟyzeˈli]
Αξ.
Γεν.
γκϋζελιδιού
[ɟyzeliˈðʝu]
Τελμ.
Θηλ.
κουζέλ'σσα
[kuˈzelsa]
Φάρασ.
γκουζέλτσα
[guˈzeltsa]
Φάρασ.
κουζέλτ͑σα
[kuˈzeltʰsa]
Φάρασ.
κουζα̈́λτ͑σα
[kuˈzæltʰsa]
Αφσάρ.
Ουδ.
κουζέλικο
[kuˈzeliko]
Φάρασ.
Πληθ.
κουζέλα
[kuˈzela]
Τσουχούρ.
Νεότ. ουσ. γκιουζέλ (Mackridge 2021: 63), το οπ. από το τουρκ. επιθ. güzel (< παλ. τουρκ. gözel) = ωραίος, όπου και διαλεκτ. τύπ. guzel, gozel και gözel. Οι θηλ. τύπ. με την προσθήκη του παραγ. επιθμ. -ισσα. Ο τύπ. γκιουζελίμ από το τουρκ. güzelim = ομορφιά μου, ως προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο.
Όμορφος, ωραίος
ό.π.τ.
:
Γκιουζέλ 'νι ντου εβλάτι σ'
(Όμορφος είναι ο γιός σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ογλούμ γκιουζάλ
(Παιδί μου, όμορφη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πολύ γκιοζέλ 'τον
(Πολύ όμορφη ήταν)
Ουλαγ.
-Αναστασ.
Ηύραν ένα κορίσ̑, ντουνιά γκουζελί
(Βρήκαν ένα κορίτσι, το ομορφότερο στον κόσμο)
Γούρδ.
-Αναστασ.
Γκιουζελίμ ναίκα 'νι
(Όμορφη γυναίκα είναι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έσ̑’ τρία κ͑ελέσ̑α κορτσόκκα, κουζέλα κορτσόκκα
(Έχει τρία όμορφα κορίτσια, ωραία κορίτσια)
Τσουχούρ.
-VLACH
Τα λένκαμε Μαργαρίτα, Σταυρούλα, Χιονέρ'σσα, Κουζέλ'σσα.
(Τα (ζώα μας τα) ονομάζαμε Μαργαρίτα, Σταυρούλα, Χιονάτη, Όμορφη)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Γκιουζέλ σερνικός, γκιουζέλ ναίκα
(Όμορφος άντρας, όμορφη γυναίκα)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Ντϋνιά γκϋζελί
(Του κόσμου η πιο ωραία˙ πεντάμορφη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αγγελικός :2, καλός, κελέσης :1, όμορφος, χόσι :1
β.
Το θηλ. ως ουσ., όμορφη κοπέλα
Αφσάρ., Φάρασ.
:
Ήντουνε σο φιλάνι το χωρίο αν γκουζέλτσα που ντε τζ̑οὔdουνε
(Σ' ένα συγκεκριμένο χωριό υπήρχε μιά όμορφη κοπέλα, που σαν αυτήν ποτέ δεν είχε υπάρξει άλλη
)
Φάρασ.
-Dawk.