χόσι
(επίθ.)
χόσ̑ι
[ˈxoʃi]
Φάρασ.
χόσ'
[ˈxos]
Ουλαγ.
χοσ̑ά
[xoˈʃa]
Σίλ.
χοσ̑άς
[xoˈʃas]
Σίλ.
χουσ̑άς
[xuˈʃas]
Σίλ.
Θηλ.
χοσ̑άσα
[xoˈʃasa]
Σίλ.
Από το τουρκ. hoş = α) ευχάριστος β) ωραίος γ) παράξενος, γραφικός (Redhouse) . Το θηλ. χοσ̑άσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -α στο χοσ̑άς ή κατά τον Κωστάκη (1968: 62) από το τουρκ. hoşça, οπότε σε αυτή την περίπτωση με -ασα αναλογ. προς άλλα θηλ. σε -άσα. Η φρ. έν-να ένα χόσ' πιθ. δάν. από την τουρκ. φρ. bir hoş olmak.
1. Ωραίος, όμορφος
Σίλ.
:
Ένα χοσ̑ά άρτουπου
(ένας όμορφος άντρας)
Σίλ.
-Dawk.
Πολύ χουσ̑άς άντρας 'ναι
(Είναι πολύ όμορφος άντρας)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Πολύ χοσ̑άσα ήτου χέμκι πολύ αqαλούσσα ήτου
(πολύ όμορφη ήταν αλλά και πολύ έξυπνη ήταν)
Σίλ.
-Dawk.
Ηύρι καλ̑ή νιούφη, χοσ̑άσα, οπ' καλό σπίτσ̑ι
(Βρήκε καλή νύφη, όμορφη, από καλό σπίτι)
Σίλ.
-Εκμεκ.
Η κόρη μας χοσ̑άσα ’ναι
(Η κόρη μας είναι όμορφη)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Τσα μιά χοσάσα κόρη, τα γιανάγχια της ίνgιαν τα μήλα, δεν τσην παγαντώμην;
(Μια τόσο ωραία κοπέλα, τα μάγουλά της σαν τα μήλα, δεν θα μου άρεσε;)
Σίλ.
-Συλλ.
Συνών.
αγγελικός, γκιουζέλ, καλός, κελέσης, χόσι :1
2. Ωραίος, ευχάριστος
Σίλ.
:
Τσ̑αλντούσ̑ι, χορεύγουσ̑ι, τραγρούσ̑ι, φτσ̑άνουσ̑ι μιά χοσ̑άσα παρέα
(χτυπούσαν τα ντέφια, χορεύουν, τραγουδούν, κάνουν μιά ωραία γιορτή)
Σίλ.
-Dawk.
Σήμερι έχουμι μιά χοσ̑άσα νύχτα
(Σήμερα έχουμε μιά ωραία βραδιά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
β.
Για τον καιρό, καλός, αίθριος
Σίλ.
:
σ̑ήμερ’ χαβά χοσ̑ά ’ναι
(Σήμερα έχει αίθριο καιρό
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
γ.
Καλός, ποιοτικός
Σίλ.
:
Ρώνει χοσ̑ά γένν'μα
(Δίνει καλή σοδειά, ενν. το χωράφι· είναι εύφορο
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
3. Διαφορετικός, παράξενος και συνεκδ. η ως ουσ. η παραξενιά
Ουλαγ., Φάρασ.
:
|| Φρ.
’ίνομαι αν χόσ̑ι
(γίνομαι ένας παράξενος˙ παραξενεύομαι. Πβ. τουρκ.<em> bir hoş olmak</em> = παραξενεύομαι )
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ
Πααίνει σο χόσ̑ι μου
(πηγαίνω στο παράξενο μου˙ παραξενεύομαι. Πβ. τουρκ. hoşuna gitmek = παραξενεύομαι )
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ
Ένα χόσ' έν-να
(Έγινα μιά παραξενιά, έγινα κάπως˙ ζαλίστηκα)
Ουλαγ.
-Κεσ.