ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χόσι (επίθ.) χόσ̑ι [ˈxoʃi] Φάρασ. χόσ' [ˈxos] Ουλαγ. χοσ̑ά [xoˈʃa] Σίλ. χοσ̑άς [xoˈʃas] Σίλ. χουσ̑άς [xuˈʃas] Σίλ. Θηλ. χοσ̑άσα [xoˈʃasa] Σίλ. Από το τουρκ. hoş = α) ευχάριστος β) ωραίος γ) παράξενος, γραφικός (Redhouse) . Το θηλ. χοσ̑άσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. στο χοσ̑άς ή κατά τον Κωστάκη (1968: 62) από το τουρκ. hoşça, οπότε σε αυτή την περίπτωση με -ασα αναλογ. προς άλλα θηλ. σε -άσα. Η φρ. έν-να ένα χόσ' πιθ. δάν. από την τουρκ. φρ. bir hoş olmak.
1. Ωραίος, όμορφος Σίλ. : Ένα χοσ̑ά άρτουπου (ένας όμορφος άντρας) Σίλ. -Dawk. Πολύ χουσ̑άς άντρας 'ναι (Είναι πολύ όμορφος άντρας) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Πολύ χοσ̑άσα ήτου χέμκι πολύ αqαλούσσα ήτου (πολύ όμορφη ήταν αλλά και πολύ έξυπνη ήταν) Σίλ. -Dawk. Ηύρι καλ̑ή νιούφη, χοσ̑άσα, οπ' καλό σπίτσ̑ι (Βρήκε καλή νύφη, όμορφη, από καλό σπίτι) Σίλ. -Εκμεκ. Η κόρη μας χοσ̑άσα ’ναι (Η κόρη μας είναι όμορφη) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Τσα μιά χοσάσα κόρη, τα γιανάγχια της ίνgιαν τα μήλα, δεν τσην παγαντώμην; (Μια τόσο ωραία κοπέλα, τα μάγουλά της σαν τα μήλα, δεν θα μου άρεσε;) Σίλ. -Συλλ. Συνών. αγγελικός, γκιουζέλ, καλός, κελέσης, χόσι :1
2. Ωραίος, ευχάριστος Σίλ. : Τσ̑αλντούσ̑ι, χορεύγουσ̑ι, τραγρούσ̑ι, φτσ̑άνουσ̑ι μιά χοσ̑άσα παρέα (χτυπούσαν τα ντέφια, χορεύουν, τραγουδούν, κάνουν μιά ωραία γιορτή) Σίλ. -Dawk. Σήμερι έχουμι μιά χοσ̑άσα νύχτα (Σήμερα έχουμε μιά ωραία βραδιά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
β. Για τον καιρό, καλός, αίθριος Σίλ. : σ̑ήμερ’ χαβά χοσ̑ά ’ναι (Σήμερα έχει αίθριο καιρό ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
γ. Καλός, ποιοτικός Σίλ. : Ρώνει χοσ̑ά γένν'μα (Δίνει καλή σοδειά, ενν. το χωράφι· είναι εύφορο ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
3. Διαφορετικός, παράξενος και συνεκδ. η ως ουσ. η παραξενιά Ουλαγ., Φάρασ. : || Φρ. ’ίνομαι αν χόσ̑ι (γίνομαι ένας παράξενος˙ παραξενεύομαι. Πβ. τουρκ.<em> bir hoş olmak</em> = παραξενεύομαι ) Φάρασ. -Αναστασ.Τ Πααίνει σο χόσ̑ι μου (πηγαίνω στο παράξενο μου˙ παραξενεύομαι. Πβ. τουρκ. hoşuna gitmek = παραξενεύομαι ) Φάρασ. -Αναστασ.Τ Ένα χόσ' έν-να (Έγινα μιά παραξενιά, έγινα κάπως˙ ζαλίστηκα) Ουλαγ. -Κεσ.