χοσμαρί
(επίθ.)
χοσμαρί
[xozmaˈri]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. höşmer = κακός, δυσάρεστος (THADS 7, höşmer II). Η σημ. 2 πιθ. με επίδρ. του τουκρ. διαλεκτ. ουσ. kaşmer = α) αστείος, μασκαράς β) ανόητος (Redhouse).
1. Παράξενος, ιδιότροπος
:
Χοσμαρί κ’λάτσ'
(παράξενο παιδί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αζγούνης, αντικάς, τιτίζης :2, χουιλούς
2. Αστείος