ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χοσμαρί (επίθ.) χοσμαρί [xozmaˈri] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. höşmer = κακός, δυσάρεστος (THADS 7, höşmer II). Η σημ. 2 πιθ. με επίδρ. του τουκρ. διαλεκτ. ουσ. kaşmer = α) αστείος, μασκαράς β) ανόητος (Redhouse).
1. Παράξενος, ιδιότροπος : Χοσμαρί κ’λάτσ' (παράξενο παιδί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αζγούνης, αντικάς, τιτίζης :2, χουιλούς
2. Αστείος
Τροποποιήθηκε: 13/01/2025