χουιλούς
(επίθ.)
χουιλούς
[xuiˈlus]
Φάρασ.
χουιλού
[xuiˈlu]
Μισθ.
χουλί
[xuˈli]
Μαλακ.
Θηλ.
χουιλούσα
[xuiˈlusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. huylu = ιδιότροπος, όπου και διαλεκτ. τύπ. hulu (THADS, λ. hulu III).