χουλεροπήρουνα
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
χουλεροπίρουνα
[xuleropiruna]
Σινασσ.
Από το ουσ. χουλιάρι, όπου και τύπ. χουλέρ', και το ουσ. περόνι, όπου και τύπ. πιρόνι.
Κουταλοπήρουνα